- ευκολύνομαι
- ευκολύνομαι, ευκολύνθηκα βλ. πίν. 49
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ευκολύνω — [εύκολος] 1. καθιστώ κάτι εύκολο 2. παρέχω ευκολίες, βοηθώ, διευκολύνω, ευχεραίνω 3. μέσ. ευκολύνομαι έχω την ευκολία, είμαι σε θέση, μπορώ («δεν ευκολύνομαι να σέ πληρώσω») … Dictionary of Greek
ευκολύνω — ευκόλυνα, ευκολύ(ν)θηκα 1. κάνω κάτι εύκολο, ομαλό: Αυτή η πρόταση ευκολύνει τα πράγματα. 2. μτφ., δίνω υλική βοήθεια, παρέχω τα μέσα για την αντιμετώπιση δυσκολίας: Θα ρωτήσω τον πατέρα, αν μπορεί να σε ευκολύνει. 3. το μέσ., ευκολύνομαι έχω τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευοδώνω — και ευοδώ και βοδώνω (ΑΜ εὐοδῶ, όω Μ και εὐοδώνω και εὐγοδώνω και βοδώνω και βγοδώνω) νεοελλ. μσν. 1. βάζω κάτι σε καλό δρόμο, το οδηγώ σε αίσιο τέλος, πραγματοποιώ, πετυχαίνω, καταφέρνω κάτι 2. εκτελώ γρήγορα και με επιτυχία κάποια εργασία,… … Dictionary of Greek